- ἐμπνοίησις
- ἐμ-πνοίησις, εως, ἡ,A inspiration,
θεόμοιρος Ecphant.
ap. Stob.4.6.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεόμοιρος Ecphant.
ap. Stob.4.6.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμπνοίησις — ἐμπνοίησις, η (Α) έμπνευση, θεοπνευστία … Dictionary of Greek
ἐμπνοίησις — inspiration fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)